Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Ο Ρατσισμός της Νεαρής Ηλικίας

Χούς = Χώμα
Γκρεμίστε τους γέρους στο Γεροντόρεμα (κάτι σαν το Ζάλογγο των συνταξιούχων)

Φίλοι και Εχθροί συναχθείτε.
Ο μαθηματικός έπεσε, ο λυκειάρχης πάει.

Ανοίξτε τη Γη και σκάψτε βαθειά το μαύρο χώμα. Σκοτάδι θα με σκεπάσει. Υγρασία θα με περωνιάσει. Σκουλήκια ετοιμαστείτε, Η σάρκα μου σας ανήκει . . .

why?...!!!


Ξεκινάω το blog αυτό σήμερα, γιατί μάλλον ξέμεινα από ανθρώπους που να μπορούν να καταλαβαίνουν τι λέω... Άλλος τράβηξε για εδώ, άλλος για εκεί, άλλος για την Αμερική. Παρόλο που έχω άτομα να με αγαπούν, εντούτοις νιώθω την ανάγκη να μιλήσω για αυτά που με πνίγουν , για αυτά που δεν μπορώ να πω αλλού, με πιέζουν και ξεμακραίνω από αυτό που ξέρω να κάνω πιο πολύ καλά από όλα... να χαίρομαι και να περνάω καλά... Οπότε μόλις ξεπεράσω την κλασική βαριεμάρα μου και αποφασίσω πως είναι καιρός να γράψω κάτι, θα αρχίσω να γράφω.
Γιατί υπάρχει και το εξής παράδοξο σε μένα ( ένα από τα πολλά) : αναγνωρίζω το πρόβλημα, αλλά βαριέμαι να το λύσω, καθώς η λύση είναι έκδηλη πλέον, και αποφασίζω να αναμειχθώ και να συγχωνευτώ με τον υπόλοιπο κόσμο, που μπορεί να μην τρελαίνομαι κιόλας, αλλά εκεί υπάρχει η real life ...

ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΠΙΑ


Νιώθω πως έχω πάρα πολλά να γράψω,ζω τεράστιες περιπέτειες, αλλά βαριέμαι την αφήγηση...
κάποια στιγμή ελπίζω να το αλλάξω...
Γιατί είπαμε: έχω πολλά να πω...

WHEN I WAS YOUNG


Καλοκαίρι 1966, τελείωσαν τα σχολεία, διακοπές στο Στενό Κορυθίου, με παράλληλη εργασία, είναι η συγκομιδή των βύσινων, ξεκινάμε το πρωί, χαράματα, με το τετράτροχο αμάξι, δύο μουλάρια υποζύγιο, σκάλες, τέσες, αναρρίχηση στα κλαδιά των δέντρων, το βύσινο πρέπει να κόβεται απαλά με το κοτσάνι, απαγορεύεται να "ματώνει", στις 11 η ώρα ο μικρότερος εργάτης διέρχεται το "εργοτάξιο" μοιράζοντας νερό στους κοπιάζοντες, με κοινό ποτήρι διαδοχικά, απουσία μολισματικών ασθενιών, ύστερα στις 12 η μεσημεριανή διακοπή, το λιτό γεύμα, προμαγειρευμένο, συνοδεύεται με τοματοσαλάτα, τιρί, κρασί, καθόμαστε κατάχαμα, στην παχιά σκιά, με τα μιρμίγκια να περπατάνε στο σώμα μας, ένα πρόχειρο τραπεζομάντηλο, μια όμορφη παρέα, μια επικοινωνία συγκενική, ουδεμία επαφή με τηλεόραση, κανείς δεν γνωρίζει τι κάνουν οι πλούσιοι, κανείς δεν νοιάζεται πως περνάνε οι διάσημοι, κανείς δεν ασχολείται τι τρώνε οι φτωχοί της Αφρικής, κομπιούτερ δεν υπάρχει, το μέλλον είναι αδιάφορο, μάλλον σίγουρο, ενοείται όρι οι τσέπες μας είναι άδειες, σχέδια δεν υπάρχουν, ότι βρέξει ας κατεβάσει, λίγη ανάπαυλα, ξανά στις βυσινιές, στις 3 το απόγευμα αρχίζει μια βροχή, μπόρα της εποχής, σύντομη, δροσιστική, απολαυστική, αστεία, προφύλαξη κάτω από τις πυκνές φυλωσιές, όταν σταματάει κοντεύει να σχολάσει η βάρδια, τακτοποίηση του καρπού στα τελάρα, φόρτωμα στο αμάξι, επιστροφή, αφήνουμε τις γυναίκες στο χωριό, συνεχίζουμε στο χώρο που περιμένουν τα φορτηγά-ψυγεία των εμπόρων, θα ταξιδεύουν για τις επόμενες δύο ημέρες για Γερμανία, ο αυστηρός γεωπόνος ελέγχει την ποιότητα, σπάνια κόβει κάποιο τελάρο ως ακατάλληλο, ξεμπερδεύουμε αργά το βράδυ, στο σπίτι ένα πλήσιμο, δείπνο χορταστικό, γλυκιά κούραση, ύπνος ενωρίς, χαλάρωση και ηρεμία.
Θαυμάσιες μνήμες, ωραίες εποχές, τα καλύτερά μας χρόνια.
Έφυγαν ανεπιστρεπτί, κρίμα.

Now (2009) Is Nothing

Πάρτυ Σκουληκιών


It was a bad day, then my other half says:
Ο ΤΑΦΟΣ ΜΟΥ
Τα σκουλήκια κάνουν πάρτυ στο κενοτάφιο των γονέων μου. Σύντομα τα δικά μου ζουμιά θα προσελκύσουν νέες στρατιές σκουληκιών που σαν πιράνχας της μαύρης Γης θα αφήσουν μόνο τα οστά γεγυμνωμένα. Μανούλα σε ρωτάω, "Είναι κρύος ο τάφος;" θέλω να ξέρω, γιατί παγώνουν τα πόδια μου και τουρτουρίζω εύκολα, για να πάρω ένα χοντρό πανωφόρι μαζί μου (μακάρι να είχα τη μανούλα μου να μου πλέξει μάλινες κάλτσες και να μου τις αποστείλει στον Άδη, σαν άλλο Αλβανικό μέτωπο του 1940 !)

Θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός


Αντρ.ΜΑΓΚΛ.:Απορία, πώς φαγώθηκαν 200 εκατομμύρια δρχ το 1994;
ΔΗΜ.ΠΟΥΛ. : Τα έφαγα στα μπαρ, στα καμπαρέ, στα μπουζούκια, στα δανεικά και αγύριστα, στις υποτιμήσεις των τηλεοράσεων - ψυγείων - πλυντηρίων - χύτρες κλπ, μου έλεγε πάρε 50 κομμάτια με 100 χιλ, πούλαγα τις 10 με 110 και η τιμή έπεφτε στις 90, μου ξανάλεγε, πάρε 50 κομάτια με 80, ξανααγόραζα για να ρίξω το μέσο όρο, πούλαγα 5 κομμάτια, η τιμή έπεφτε στα 70, ερχόταν και μούλεγε, πάρε 50 κομμάτια με 60, χωρίς να το θέλω αγόραζα πάλι, και αυτό γινόταν σε όλα τα είδη επί πέντε μάρκες γιατί δεν μπορούσες να έχεις μόνο ΙΖΟΛΑ έπρεπε να έχεις και ΣΑΝΥΟ κλπ, και γέμισα μια αποθήκη 1000 τετραγωνικά στις Δαβιές απούλητα, και μέσα σε δύο χρόνια η τιμή των 100 χιλ έγινε 33 χιλ, και χρεωκοπήσανε οι Κορασήδιδες και οι Κυριακόπουλοι, και πούλησα σπίτια και ήμουνα ανοιχτός με επιταγές, και διαλύθηκα.
ΑΝΡ.ΜΑΓΚΛ.: Α ρε Τζήμη πολλά λεφτά, ήσουνα το πρώτο όνομα.
ΔΗΜ.ΠΟΥΛ.: Τώρα όσοι ωφεληθήκανε στρίβουν αλλού το κεφάλι.
Ανρ.ΜΑΓΚΛ.: Αχαριστία

ΑΥΤΟΕΚΤΙΜΗΣΗ ΜΗΔΕΝ


Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου ήτανε νοικοκύρης, η μανούλα μου άριστη οικονομολάγα, χωρίς να μας λήψει τίποτα, με αργά αλλά σταθερά βήματα δημιούργησαν από το τίποτα μια σεβαστή περιουσία, και την αύξησαν, μέχρι το θάνατό τους δεν πούλησαν ακίνητο, αντίθετα αγόρασαν και σχέδιαζαν και νέες αγορές, πρόσεχαν τα χωράφια που τους άφησαν κληρονομιά οι γονείς τους, έλεγχαν τακτικά τα σύνορα, ορμήνευαν τους απογόνους τους πως να γνωρίζουν τα σύνορά μας, ποιους έχουμε βάλει "μέσα" να τα σπέρνουν ή να τα βόσκουν, ζήταγαν και έπαιρναν το ελάχιστο ετήσιο ενοίκιο σε είδος (πατάτες, κληματόβεργες, γαλοπούλα, σκόρδα), επέμεναν και ήταν παρόντες. Δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από ότι είμαι εγώ σήμερα, είμαι σκόρπιος, λέω δε βαριέσαι, είμαι έτοιμος να πουλήσω σιγά σιγά τα μερίδιά μου, ντρέπομαι να πάω να εισπράξω τα ενοίκια, οι χωριάτες θα γελάνε εις βάρος μου που τους έχω αφήσει δερβέναγες στη περιουσία μου, κρίμα τα παιδικά χρόνια που με έπαιρνε η μανούλα μου και με μπιτόνια ποτίζαμε τις βυσσινιές για να τις "αναστήσουμε", τώρα ο εξάδελφος Νότης τις χαίρεται και καρπώνεται τα κόπια των γονέων μου. Το πήρα απόφαση, θα αντισταθώ στη κατάντια μου, θα προσπαθήσω να περισώσω έστω τη τελευταία στιγμή τα πάτρια εδάφη. Θάρρος Αντρέα και ότι καταφέρεις καλό είναι, να δεις θα αναίβει και η εικόνα που έχεις για τον εαυτό σου. Εμπρός μάρσ, ξεκίνα για νέες Γραβιές και για νέες Αλαμάνες. Μη ξεχνάς ότι του Αντρούτσου η μάνα χαίρεται του Διάκου καμαρώνει. . .

MY SON AND HIS CAR


NTIN NTAN H Καμπάνα
Τα πολλά γράμματα με ξεγελάσανε (με γέλασαν της χαραυγής τα αηδόνια), μου δώσανε την εντύπωση ότι είμαι παντοδύναμος, ότι τα ξέρω όλα. Κρίμα, αυτή η αίσθηση έγινε μπούμερανγκ για μένα και τους ανθρώπους που αγάπησα (Παιδεύει ότι αγαπάει), τα φτερά έλειωσαν (Δαίδαλος) και το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς το αντίθετο (προειδοποίηση Τσεκούρα).Ύστερα έφυγα (κρύφτηκα πίσω από το δάχτυλό μου), η μοναξιά με κυρίευσε (μισάνθρωπος) και το κυνήγι του χρήματος έγινε το ακριβό χόμπι μου. Δείξε μου Θεέ έλεος (νισάφι) και άσε με να νομίζω ότι τουλάχιστον προσπάθησα (Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή -ΚΑΒΑΦΗΣ).Άντε να σπρώξουμε τη παλιοζωή μέχρι το τέλος (Χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών). Για να κουκουλώσω τα λάθη μου αγοράζω από ένα αυτοκίνητο, σε κάθε ένα από τα μέλη της οικογένειάς μου.

ΨΗΦΙΖΩ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ



Καταραμένες Εκλογές.
Δεσμέυσατε την Κυριακή μου.
Υποχρεώθηκα και Ιδρωσα για να καμαρώνει ο κάθε κυβερνήτης.
Τι καταλάβατε;
Αλλα ζητάει η ψυχή μου.
Σίγουρα ο Ζαν Πολ Σάρτ θα γέλαγε με την κατάντια μας.
Κυρά Σοφία, μάνα με τα πολλά παιδιά, με τους πολλούς λεβέντες, για δεν γελάει το χείλι σου, δεν χαίρεται η καρδιά σου?
  • Πώς να γελάει το χείλι μου και να χαρεί η καρδιά μου, που έχω παιδιά στη φυλακή και στο βουνό αντάρτες (χωρίς πτυχία και εργασία, εν έτι 20ΙΙ)